ΤΟ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟ ΠΑΡΑΒΙΑΣΕ ΤΟΝ Ε’ ΚΑΝΟΝΑ ΤΗΣ ΕΝ ΣΑΡΔΙΚΗ ΣΥΝΟΔΟΥ ΣΤΟ ΘΕΜΑ ΤΗΣ ΈΦΕΣΗΣ ΤΟΥ ΦΙΛΑΡΕΤΟΥ

English original here.

ΤΟ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟ ΠΑΡΑΒΙΑΣΕ ΤΟΝ Ε’ ΚΑΝΟΝΑ ΤΗΣ ΕΝ ΣΑΡΔΙΚΗ ΣΥΝΟΔΟΥ ΣΤΟ ΘΕΜΑ ΤΗΣ ΈΦΕΣΗΣ ΤΟΥ ΦΙΛΑΡΕΤΟΥ

Του Πέτρου Αντιόχειου

Στις 12 Νοεμβρίου 2018, η Ιερά Συνέλευση Επισκόπων της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας απέρριψε επισήμως την υποτιθέμενη αποκατάσταση των καθαιρεμένων κληρικών από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Η Ιερά Συνέλευση περιέγραψε την απόφαση ως «κανονικά[1] αδικαιολόγητη». Η περιγραφή αυτή μπορεί να αναφέρεται σε πολλούς και διαφορετικούς διαδικαστικούς κανόνες, αλλά για αυτό το άρθρο θα ασχοληθούμε με έναν συγκεκριμένο: τον Ε’ κανόνα της εν Σαρδική Συνόδου.

Πρωτύτερα, δημοσιεύσαμε ένα άρθρο στο οποίο συζητήσαμε τα προβλήματα που ενέκυψαν με την απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου να δεχθεί την έφεση του Φιλάρετου Ντενισένκο. Το άρθρο αυτό δήλωσε: “Δεν βρήκαμε καμία γραπτή κανονική διαδικασία που να διέπει το δικαίωμα του Οικουμενικού Πατριαρχείου να ακούει και να δικάζει εκκλησιαστικές εφέσεις.” Παραλείψαμε, όμως, τον Ε’ Κανόνα της εν Σαρδικής Συνόδου, ο οποίος καθιερώνει μια ακριβή διαδικασία για εκκλησιαστικές και κανονικές εφέσεις.

Ο Ε’ Κανόνας της Σαρδικής Συνόδου επικεντρώνεται σε εφέσεις απευθυνόμενες στον επίσκοπο της Ρώμης, και όχι στην Κωνσταντινούπολη. Αφού όμως η Κωνσταντινούπολη είναι η Νέα Ρώμη, και αφού πια η Κωνσταντινούπολη κατέχει την θέση και τα προνόμια που προηγουμένως ανήκαν στη Ρώμη, ο κανόνας αυτός ισχύει και επιβάλλεται. (Για παράδειγμα, μετά το Μεγάλο Σχίσμα, ο πατριάρχης και κανονολόγος Θεόδωρος Βάλσαμών δήλωσε, «Ἐπεὶ δὲ ἐν τοῖς προλαβοῦσι κανόσιν εἴπομεν, μὴ εἶναι τὰ περὶ τοῦ πάπα ὀρισθέντα ἰδικὰ τούτου καὶ μόνου προνόμια, ὥστε ἔχειν ἐξ ἀνάγκης πάντα ἐπίσκοπον καταδικαζόμενον τῷ θρόνῳ τῆς ‘Ρώμης προσέρχεσθαι, αλλ’ ἐξακούεσθαι καὶ εἰς τὸν Κωνσταντινουπόλεως».) Οι κανόνες της εν Σαρδική συνόδου επικυρωθήκαν και από τον Β’ κανόνα της συνόδου της εν Τρούλω (η λεγόμενη Πενθέκτη), που θεωρείται Οικουμενική στην Ορθόδοξη Εκκλησία.

Εάν η Κωνσταντινούπολη έχει πραγματικά το δικαίωμα να εκδικάζει εφέσεις από επισκόπους που δεν είναι υπό την εκκλησιαστική της εποπτεία, τότε είναι υποχρεωμένη να ακολουθεί την διαδικασία που καθορίζει ο Ε’ κανόνας της εν Σαρδική Συνόδου. Το κείμενο του κανόνα είναι ως εξής:

Ὅσιος ἐπίσκοπος εἶπεν· Ἤρεσεν, ἵν᾽ εἴ τις ἐπίσκοπος καταγγελθείη, καὶ συναθροισθέντες οἱ ἐπίσκοποι τῆς ἐνορίας τῆς αὐτῆς, τοῦ βαθμοῦ αὐτὸν ἀποκινήσωσι, καὶ ὅς περ ἐκκαλεσάμενος καταφύγῃ ἐπὶ τὸν μακαριώτατον τῆς Ῥωμαίων ἐκκλησίας ἐπίσκοπον, καὶ βουληθείη αὐτοῦ διακοῦσαι, δίκαιόν τε εἶναι νομίσῃ ἀνανεώσασθαι αὐτοῦ τὴν ἐξέτασιν τοῦ πράγματος, γράφειν τούτοις τοῖς ἐπισκόποις καταξιώσῃ τοῖς ἀγχιστεύουσι τῇ ἐπαρχίᾳ, ἵνα αὐτοὶ ἐπιμελῶς καὶ μετὰ ἀκριβείας ἕκαστα διερευνήσωσι, καὶ κατὰ τὴν τῆς ἀληθείας πίστιν, ψῆφον περὶ τοῦ πράγματος ἐξενέγκωσιν. Εἰ δέ τις ἀξιῶν καὶ πάλιν αὐτοῦ τὸ πρᾶγμα ἀκουσθῆναι, καὶ τῇ δεήσει τῇ ἑαυτοῦ τὸν Ῥωμαίων ἐπίσκοπον κρίνειν δόξῃ, ἀπὸ τοῦ ἰδίου πλευροῦ πρεσβυτέρους ἀποστεῖλοι, ἵνα ᾖ ἐν τῇ ἐξουσίᾳ αὐτοῦ τοῦ ἐπισκόπου, ὅπερ ἂν καλῶς ἔχειν δοκιμάσῃ καὶ ὁρίσῃ δεῖν, ἀποσταλῆναι τοὺς μετὰ τῶν ἐπισκόπων κρινοῦντας, ἔχοντάς τε τὴν αὐθεντίαν τούτου, παρ᾽ οὗ ἀπεστάλησαν· καὶ τοῦτο θετέον. Εἰ δὲ ἐξαρκεῖν νομίζοι πρὸς τὴν τοῦ πράγματος ἐπίγνωσιν καὶ ἀπόφασιν τοῦ ἐπισκόπου, ποιήσει ὅπερ ἂν τῇ ἐμφρονεστάτῃ αὐτοῦ βουλῇ καλῶς ἔχειν δόξῃ. Ἀπεκρίναντο οἱ ἐπίσκοποι· τὰ λεχθέντα ἤρεσεν.

Αυτός ο κανόνας, λοιπόν, επιτρέπει δύο τύπους έκκλησης προς την Ρώμη. Η πρώτη απαιτεί τα εξής:

  1. Ο καθηρημένος επίσκοπος πρέπει να στείλει έφεση στον επίσκοπο της Ρώμης.
  2. Ο Επίσκοπος της Ρώμης πρέπει να συμφωνήσει να κρίνει την έφεση.
  3. Ο Επίσκοπος της Ρώμης πρέπει να στείλει επιστολές στους επισκόπους των περιοχών γύρω από την επισκοπή του καθηρημένου επισκόπου, καλώντας τους να συμμετάσχουν στην διαδικασία εκδίκασης της έφεσης.
  4. Οι συγκεντρωμένοι επίσκοποι πρέπει να εξετάσουν τα στοιχεία «ἐπιμελῶς καὶ μετὰ ἀκριβείας»
  5. Οι συγκεντρωμένοι επίσκοποι πρέπει να ψηφίσουν επί του θέματος.

Εάν, για κάποιο λόγο, η πρώτη αυτή έκκληση προς τη Ρώμη δεν τακτοποιήσει το ζήτημα, ο καθηρημένος επίσκοπος μπορεί να προσφύγει εκ νέου στη Ρώμη. Η διαδικασία της δεύτερης έφεσης εφαρμόζεται ως εξής:

  1. Ο καθηρημένος επίσκοπος πρέπει να στείλει εκ νέου έκκληση στον επίσκοπο της Ρώμης.
  2. Ο Επίσκοπος της Ρώμης πρέπει να συμφωνήσει να κρίνει την δεύτερη έφεση.
  3. Ο Επίσκοπος της Ρώμης μπορεί εάν θέλει (δεν υποχρεούται) να στείλει εκπροσώπους στην επαρχία του καθαιρεμένου ιεράρχη για να βοηθήσουν τους επισκόπους των γειτονικών μητροπόλεων να κρίνουν την δεύτερη έφεση.
  4. Οι επίσκοποι των γειτονικών επαρχιών, συγκαλεσμένοι από τον επίσκοπο της Ρώμης, και πιθανώς (αλλά όχι απαραιτήτως) μαζί με τους εκπροσώπους της Ρώμης, κρίνουν την έφεση και λαμβάνουν την τελική απόφαση.

Το Οικουμενικό Πατριαρχείο, όπως και η όλη εκκλησία, υπόκειται στον κανόνα αυτό. Στην έφεση λοιπόν του Φιλάρετου, ακολουθήσαν τις διαδικασίες που επιβάλλει ο Ε’ κανόνας της εν Σαρδική Συνόδου; Όχι. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης δεν κάλεσε τους επισκόπους των γύρω περιοχών (που στην περίπτωση αυτή θα ήταν οι επίσκοποι της κανονικής Εκκλησίας της Ουκρανίας) να συμμετάσχουν στην εκδίκαση. Επιπλέον, οι επίσκοποι που άκουσαν την έφεση δεν «διερευνήσωσι» τα στοιχεία «ἐπιμελῶς καὶ μετὰ ἀκριβείας». Αυτό το γνωρίζουμε διότι ούτε καν κοίταξαν τα επίσημα έγγραφα της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας από το όταν καθαίρεσε και αργότερα αφόρισε τον Φιλάρετο, παρά το γεγονός ότι τα έγγραφα αυτά ήταν άμεσα διαθέσιμα στο διαδίκτυο.

Εάν το Οικουμενικό Πατριαρχείο θέλει να θεωρείται η «ηγετική φυσιογνωμία της Ορθοδοξίας» και το εκκλησιαστικό δικαστήριο εσχάτης προσφυγής για επισκόπους, τότε πρέπει να σέβεται τους κανόνες της Εκκλησίας. Αλλιώς, είναι απλά ένας αυθαίρετος δικτάτορας, και όχι ένας πιστός αρχηγός στο πνεύμα του Κυρίου, των Αγίων Αποστόλων, και των μεγάλων πατέρων της εκκλησίας.

[1] Η έννοια της λέξης «κανονικός/ή/ό» σε αυτό το άρθρο σημαίνει «κατά τους κανόνες της εκκλησίας».

search previous next tag category expand menu location phone mail time cart zoom edit close